- τρητή
- τρητόςperforatedfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρητός — ή, όν, Α γεμάτος τρύπες, διάτρητος (α. «ἐν τρητοῑσι λεχέεσσιν» [πιθ.] σε κλίνες διακοσμημένες με γλαφυρό τρόπο ή, κατ άλλους, σε κλίνες τών οποίων τα υποστηρίγματα είχαν οπές από τις οποίες περνούσαν οι ιμάντες που υποβάσταζαν τα στρώματα, Ομ. Ιλ … Dictionary of Greek